- νεκροτομία
- ηανατομική εξέταση πτώματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νεκροτομή — και νεκροτομία, η (Μ νεκροτομία) ιατρ. η ανατομική εξέταση πτώματος με διάνοιξη τών διαφόρων κοιλοτήτων και οργάνων, η οποία αποσκοπεί στην εξακρίβωση τών αιτίων τού θανάτου ή σε άλλους ερευνητικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + τομία (<… … Dictionary of Greek
νεκροσκοπία — η εξωτερική, χωρίς νεκροτομία, επισκόπηση πτώματος, νεκροψία, με σκοπό τη διαπίστωση τού θανάτου και την εξακρίβωση τών αιτίων που τόν προκάλεσαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
νεκροτόμος — ο (συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο, η νεκροτόμος αυτός που κάνει νεκροτομία, που ανατέμνει πτώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λιθο τόμος] … Dictionary of Greek
παρασχιστεία — ἡ, Α [παρασχιστής] νεκροτομία, ιδίως τομή για ταρίχευση … Dictionary of Greek